Ο προπονητής του ΠΑΟΚ, Ράζβαν Λουτσέσκου, παραχώρησε συνέντευξη στα ΜΜΕ Ιταλίας μιλώντας μεταξύ άλλων για την πορεία του Δικεφάλου την φετινή σεζόν, τα ντέρμπι και την… κόντρα Θεσσαλονίκης – Αθήνας, αλλά και για την σχεση που έχει με τον πατέρα του Μιρτσέα Λουτσέσκου.
Αναλυτικά τα όσα είπε ο τεχνικός των «ασπρόμαυρων»:
Για τον πατέρα του Μιρτσέα Λουτσέσκου:
«Πάντα τον ακολουθούσα και ειδικά όταν ετοίμαζε προπονήσεις και αγώνες. Πολλές φορές πήγαινα και στα αποδυτήρια των ομάδων του: ήταν θεμελιώδες για μένα να αναπνεύσω αυτά τα περιβάλλοντα προκειμένου να καταλάβω πώς να δημιουργήσω μια δυνατή ομάδα και πώς να διαχειριστώ ό,τι συμβαίνει
Πάντα είχα εξαιρετική σχέση με τον μπαμπά. Είτε ήταν εντός είτε εκτός έδρας, πάντα με έπαιρνε Θυμάμαι ότι από τους 34 αγώνες της Seria A έχασα μόνο έναν σε μια σεζόν . Πήγαινα μαζί του στο ξενοδοχείο ή στο εστιατόριο, ακόμη και πριν τον αγώνα. Το να βλέπεις παίκτες, προπονητές, προσωπικό στο μεσημεριανό γεύμα και το δείπνο ήταν ένα όνειρο για εμένα.
Δεν είχα προβλήματα στο σχολείο ο πατέρας μου με ανάγκαζε να πηγαίνω. Κάθε εβδομάδα μου έλεγε: «Διαχείρισου το σχολείου και τις προπονήσεις σου καλά κα μετά θα σε πάρω μαζί μου το Σαββατοκύριακο» . Και απλά περίμενα αυτό. Από εκεί και πέρα απέκτησα τη συνήθεια να διαβάζω και να ενημερώνομαι».
Πάντα ένιωθα το βάρος του επωνύμου μου. Ήδη στο σχολείο, οι συμμαθητές μου λέγανε «Α, είσαι καλός μόνο επειδή είσαι ο γιος του Λουτσέσκου» Το ίδιο συνέβη με τις πρώτες μου κοπέλες ή με εκείνες που νόμιζα ότι ήταν κοπέλες μου. Ήταν μαζί μου μόνο από ενδιαφέρον για το όνομα. Δεν ήταν εύκολο, πιστέψτε με. Το βάρος του να φέρω ένα τόσο σημαντικό επώνυμο είχε αντίκτυπο τόσο στην ιδιωτική όσο και στην επαγγελματική μου ζωή:.
Ακόμη και στο ποδόσφαιρο, κάθε γκολ που πέτυχα ήταν μόνο επειδή ήμουν ο γιος του Μιρτσέα. Και όταν ήμουν τερματοφύλακας και όταν ξεκίνησα την προπονητική. Με τα χρόνια, μου έλεγαν συχνά από την κερκίδα: «Φώναξε τον πατέρα σου! Είναι ο πατέρας σου που τους προπονεί. Όλη μου τη ζωή έπρεπε να ακούω αυτά τα πράγματα. Τώρα θεωρώ τον εαυτό μου πιο δυνατό: ήταν το κίνητρο για να ξεπεράσω τόσες πολλές απογοητεύσεις. Είπα στον εαυτό μου, «πρέπει να κάνω τη δική μου καριέρα» . Ποτέ δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να τον ξεπεράσω, αλλά ήθελα να δείξω στους ανθρώπους ότι και εγώ ήμουν ικανός να κάνω κάτι
Είναι ξεκάθαρο ότι το ποδόσφαιρό μου βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη φιλοσοφία παιχνιδιού του πατέρα μου. Μου αρέσει το επιθετικό ποδόσφαιρο, να έχω τον έλεγχο του αγώνα με την μπάλα. Αλλά το ποδόσφαιρο εξελίσσεται και έπρεπε να μάθω να προσέχω και άλλες λεπτομέρειες: σήμερα δουλεύουμε περισσότερο στην οργάνωση των τμημάτων και στη φάση της μη κατοχής. Ο πατέρας μου ήταν πολύ δυνατός στην επίθεση, πίεζε πολύ. Έχω την ίδια νοοτροπία, αλλά φροντίζω και τη φάση του πρέσινγκ χωρίς μπάλα, προσπαθώ να δώσω ισορροπία..
Ωστόσο, πλέον οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί. Τώρα είναι αυτός που έρχεται να με βλέπει. Έρχεται συχνά να με δει. Έχει έρθει σχεδόν σε κάθε ευρωπαϊκό αγώνα. Του αρέσει να με γεμίζει με συμβουλές, ακόμα και μετά από αγώνες. Τον σέβομαι, αλλά όταν είμαι υπό πίεση είναι δύσκολο να τον ακούσω. Μου λέει «έπρεπε να το είχες κάνει έτσι ή και έτσι με αυτόν τον παίκτη». Προσπαθώ να παραμείνω ήρεμος και να σκέφτομαι: Άκουσέ τον… Ράζβαν άκουσέ αυτά που έχει να σου πει.
Στον ΠΑΟΚ προπονώ δύο πρώην παίκτες του, τον Κεντζιόρα και τον Τάισον. Όταν τον βλέπουν στο γήπεδο κατά τη διάρκεια της προθέρμανσης, μου λένε πάντα: «Σήμερα θα κερδίσουμε, ο προπονητής είναι εδώ. Μας φέρνει γούρι. Στο τέλος του αγώνα τους πιάνει και τους λέει διάφορα. Εκεί τον παίρνω από το μπράτσο και του λέω: «Έλα μπαμπά, άσε τους ήσυχους, κουράστηκαν. Πάμε».
Για τη σχέση του με τον Τάισον
«Ο Tάισον θεωρεί τον Μιρτσέα δεύτερο πατέρα. Όταν οι Βραζιλιάνοι ποδοσφαιριστές νιώθουν ότι τους εκτιμούν και τους σέβονται, σου δίνουν πολλά. Σχεδόν σε αγαπούν. Είναι ένα ευαίσθητο αγόρι, πολύ δεμένο με την οικογένειά του και με την εικόνα του πατέρα του. Όταν έφτασε πέρσι τον χειμώνα ήταν στα μισά του πρωταθλήματος. Ένιωσα λίγο ντροπιασμένος απέναντι του, διότι δεν μπορούσα να τον χρησιμοποιήσω και να τον ξεκινήσω αμέσως βασικό, διότι ερχόταν από μια περίοδο κατά την οποία είχε προπονηθεί μόνος στη Βραζιλία. Χρειάστηκε χρόνος, αλλά μετά κατάλαβε πόσο πολύ τον εκτιμώ. Τώρα είναι σαν να είμαι μεγαλύτερος αδερφός του».
Για τους τίτλους και τα ντέρμπι:
«Παίζεις κάτω από τρομερή πίεση. Δεν μπορείς να το φανταστείς αν δεν το ζήσεις! Όλα είναι ντέρμπι. Είναι θέμα υπερηφάνειας, είναι κάτι που ξεπερνά το ποδόσφαιρο.
Το 2017/18 μας έκλεψαν το πρωτάθλημα, τιμωρώντας μας με 9 βαθμούς. Στην Ελλάδα μπορείς να νιώσεις το πολιτικό βάρος ενός συλλόγου. Πρώτα πηγαίνουν σε αυτόν τον τομέα ο ομάδες της Αθήνας και μετά όλες οι άλλες. Ακόμα και τη χρονιά που πήραμε το πρωτάθλημα, ξεκινήσαμε από το -2 Ο ΠΑΟΚ είχε πραγματικά ένα τρομερό γκρουπ. Στο τέλος της χρονιάς δεθήκαμε ακόμα περισσότερο με τον ιδιοκτήτη. Θέλαμε να γράψουμε ιστορία. Ήμασταν απλά οι πιο δυνατοί από τους άλλους και φυσικά υπήρχε το κίνητρο του κόσμου. Θυμάμαι ότι τους πρώτους δύο μήνες, δεν μπορούσα να φύγω από το σπίτι. Ένιωσα αρνητική πίεση. Όλοι με σταματούσαν στο δρόμο και μου λέγανε: «Φέτος πρέπει να κερδίσεις. Δεν αντέχουμε άλλο. Υπήρξαν γενιές ολόκληρες που δεν έχουν δει τον ΠΑΟΚ να παίρνει πρωτάθλημα. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες έχουν πεθάνει χωρίς να δουν άλλον τίτλο»
Για την κόντρα Αθήνας-Θεσσαλονίκης:
«Το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα είναι ξεχωριστό. Το συναίσθημα για τον ΠΑΟΚ είναι πολύ δυνατό, αλλά η κόντρα Θεσσαλονίκης-Αθήνας είναι ακόμη μεγαλύτερη. Μπορείς να αντιληφθείς τον ανταγωνισμό σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο που οδηγεί σε απογοήτευση. Και από εδώ γεννήθηκε και η αγάπη για τον ΠΑΟΚ. Το 2019 πήραμε το νταμπλ χωρίς καμία ήττα. 26 νίκες και 4 ισοπαλίες ήταν το ρεκόρ μας. Επιπλέον, τα τελευταία τρία χρόνια έχουμε φτάσει δύο φορές στα προημιτελικά μιας ευρωπαϊκής διοργάνωσης. Γράφουμε τη δική μας ιστορία.
Για την αγάπη του προς το ιταλικό ποδόσφαιρο:
«Πάντα παρακολουθώ το ιταλικό ποδόσφαιρο. Παρακολουθώ πολλούς αγώνες της Serie A και χαλαρώνω .Η ιταλική σχολή ποδοσφαίρου είναι η καλύτερο. Πάντα είχα διάφορους Ιταλούς συνεργάτες στο επιτελείο μου: το 2005, γνώρισα τον Ντιέγκο Λόνγκο που με ακολούθησε στη Ρουμανία και ήταν μαζί μου για 15 χρόνια. Χάρη σε αυτόν, γνώρισα τον Μπάτσι, τον Σπαταφόρα και τον Καστορίνα.