Παίκτης του ΠΑΟΚ για οχτώ χρόνια, ο Γιάννης Αναστασιάδης, μόνιμος κάτοικος Αυστραλίας, βρέθηκε τον περασμένο μήνα στη Θεσσαλονίκη, παρακολουθώντας τους αγώνες του Δικεφάλου.
Πώς βρέθηκε στα 20 του χρόνια να υπογράψει στον ΠΑΟΚ το Δεκέμβριο του 1988, προερχόμενος από το Μέγα Αλέξανδρο Μελβούρνης (δύο χρόνια νωρίτερα είχε βρεθεί ξανά στη Θεσσαλονίκη για να κάνει διακοπές και να δει συγγενείς), καταγράφοντας τελικά 238 συμμετοχές και πετυχαίνοντας 26 γκολ με την ασπρόμαυρη φανέλα;
Ο Γιαννέλος Μαργαρίτης, βετεράνος παίκτης του ΠΑΟΚ (ο ίδιος είχε εισηγηθεί και την απόκτηση του ομογενή Τσάρλι Γιάνκος, γεννημένου στο Σίδνεϊ, διεθνή με την εθνική Αυστραλίας), που ζούσε στην Αυστραλία, ενημέρωσε σχετικά τον Γιάννη Δεδέογλου, τον τότε πρόεδρο του ΠΑΟΚ. «Ο Σταύρος Σαράφης ήρθε στην Αυστραλία για να με παρακολουθήσει από κοντά, με είδε σε ένα παιχνίδι και είπε το πολυπόθητο-για μένα-‘ναι’, προκειμένου να γίνει η μεταγραφή μου στον ΠΑΟΚ» θυμάται ο Αναστασιάδης.
«Αν θα μπορούσα να ξαναζήσω μια στιγμή στον ΠΑΟΚ, θα ήταν η ημέρα που υπέγραψα το πρώτο μου συμβόλαιο στην ομάδα. Ηταν η στιγμή, που βίωσα το όνειρο της ζωής μου. Φανατικός ΠΑΟΚτσής ο πατέρας μου, με καταγωγή από τη Σταυρούπολη Ξάνθης (σ. σ. από το ίδιο χωριό κατάγονταν η μητέρα του Γιώργου Κούδα, το ίδιο κι η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου), μου μετέδωσε την αγάπη για την ομάδα. Θυμάμαι ότι το 1978, όταν ήμουν δέκα χρονών, είχαμε μετακομίσει προσωρινά οικογενειακώς από την Αυστραλία στην Αθήνα. Στην περιοχή που μέναμε, είμασταν οι μόνοι ΠΑΟΚτσήδες κι εκεί ήταν που… φούντωσε η αγάπη μου για τον ΠΑΟΚ» τονίζει χαρακτηριστικά στη διάρκεια της συνέντευξής του στη FORZA.
Και, αντίστοιχα, ποια στιγμή δεν θα ήθελες ποτέ να βιώσεις;
«Το ημίχρονο της ρεβάνς στην Τούμπα με την Παρί Σεν Ζερμέν, όταν διακόπηκε οριστικά το παιχνίδι και ακολούθησε η τιμωρία της ομάδας. Ο αποκλεισμός από την Ευρώπη ήταν ένα πολύ μεγάλο πλήγμα για την ομάδα και για τους φιλάθλους».
Στη δεύτερη χρονιά σου στον ΠΑΟΚ (σ. σ. σεζόν 1989-90), διεκδικούσατε το πρωτάθλημα μέχρι και τις τελευταίες αγωνιστικές, αλλά μια εκτός έδρας ισοπαλία στις Σέρρες αποδείχτηκε καθοριστική. Το θυμάσαι εκείνο το ματς;
«Απέμεναν πέντε αγωνιστικές για το τέλος και είμασταν στο -3 από τον πρωτοπόρο Παναθηναϊκό. Είχαμε κάνει μια καλή σεζόν, αλλά δυστυχώς δεν φθάσαμε μέχρι το τέλος. Ηταν κι άλλα ματς, που έρχονται στη μνήμη μου. Στις αρχές της επόμενης σεζόν είχαμε την αποχώρησή μας από το ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό στο Ολυμπιακό στάδιο. Ηταν ένα παιχνίδι, που έχει μείνει στην ιστορία με τις σε βάρος μας υποδείξεις από τον διαιτητή Καραμάνη. Ένα πεντακάθαρο πέναλτι, που μου είχε κάνει ο Βάντσικ, ένα γκολ-οφσάιντ που μέτρησε υπέρ του Παναθηναϊκού… Ο Καραμάνης έκανε ό,τι ήθελε σ’ εκείνο το ματς».
Πώς εξηγείται το γεγονός, από τη μία, να αποκλείετε το 1991 τη Μαλίν και στον επόμενο γύρο να μένετε εκτός από την άσημη Σβαρόφσκι Τιρόλ;
«Ηταν δύο πολύ διαφορετικές μεταξύ τους ομάδες. Οι Αυστριακοί μας νίκησαν 2-0 στην Τούμπα και στη ρεβάνς δεν μπορέσαμε να το γυρίσουμε. Ισως τα πράγματα να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά αν είχαμε μαζί μας την τύχη στο ματς της Τούμπας, όπου είχαμε δύο δοκάρια, ένα εγώ κι ένα ο Πλίτσης. Εκείνη τη σεζόν είχαμε φθάσει και στο διπλό τελικό κυπέλλου με τον Ολυμπιακό. Ουσιαστικά το 1-1 της Τούμπας μας είχε στοιχίσει, μια και στο Καραϊσκάκη ήταν πάντα δύσκολα τα παιχνίδια. Με ένα διαφορετικό σκορ στο πρώτο παιχνίδι, θα πηγαίναμε με άλλον αέρα στον Πειραιά. Δεν καταθέσαμε, βέβαια, τα όπλα, αλλά στο τέλος δεν τα καταφέραμε».
Ποια είναι η κύρια ανάμνησή σου από τον Θωμά Βουλινό;
«Αρχισε με επιτυχίες τη θητεία του στον ΠΑΟΚ, αλλά η συνέχεια δεν ήταν ανάλογη. Αυτό που με σιγουριά μπορώ να καταθέσω ήταν ότι υπήρξε ένας παθιασμένος ΠΑΟΚτσής. Πάλεψε πολύ για το καλό της ομάδας. Θυμάμαι, επίσης, τον Απόστολο Αλεξόπουλο, που επί προεδρίας του στην ΠΑΕ, μου είχε πει μια πολύ όμορφη κουβέντα, ότι έχω έναν πατέρα στην Αυστραλία και έναν πατέρα εδώ. Εκείνος ο λόγος του μ’ έκανε να νιώσω πολύ ωραία. Θυμάμαι και τον Βασίλη Σεργιαννίδη στον πρώτο καιρό της παρουσίας μου στον ΠΑΟΚ».
Πώς θυμάσαι το φίλαθλο κόσμο του ΠΑΟΚ;
«Τον έχω πάντα στην καρδιά μου. Γνωρίζοντας ότι, σε όποιο γήπεδο κι αν παίζαμε θα τους είχαμε κοντά μας, αυτό μας έδινε φτερά. Ακόμη κι όταν δεν παίζαμε καλά, μας εμψύχωναν. Κάποιες άλλες φορές, βέβαια, ήταν και… επικριτικοί, αλλά όταν αγαπάς κάτι, τότε θα έρθει κι η στιγμή που θα φωνάξεις… Πάντα, όμως, ήθελαν το καλό και τις επιτυχίες κι εμείς προσπαθούσαμε ν’ ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις τους».
«OΤΑΝ Ο ΜΠΛΑΧΙΝ ΕΠΑΙΖΕ ΜΑΖΙ ΜΑΣ ΣΤΙΣ ΠΡΟΠΟΝΗΣΕΙΣ, ΗΤΑΝ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΑΠΟ ΕΜΑΣ!»
Κατά τη θητεία του στον ΠΑΟΚ συνεργάστηκε με περισσότερους από δέκα προπονητές. Τι έχει να πει για τον καθένα από εκείνους;
«Ο Ρίνους Ισραελ ήταν ο προπονητής, με τον οποίο έκανα ντεμπούτο. Δυστυχώς, έφυγε λίγο καιρό μετά και δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει το έργο του. Ηταν καλός άνθρωπος και πολύ καλός προπονητής. Ο Νίκος Αλέφαντος είχε το δικό του στυλ, ήταν ιδιαίτερα παθιασμένος. Δεν κατάφερε, όμως, να συνδυάσει την παρουσία του στον ΠΑΟΚ με καλά αποτελέσματα. Ο Ρομπ Γιάκομπς ήξερε τι ήθελε, καμιά φορά, όμως, ήταν δύσκολο για εμάς να τον καταλάβουμε…. Μάθαμε, ωστόσο, αρκετά πράγματα κι από αυτόν. Γενικά με τους Ολλανδούς προπονητές είχαμε καλές σχέσεις εμείς οι ποδοσφαιριστές. Ο Μίροσλαβ Μπλάζεβιτς ήταν ένας διαφορετικός άνθρωπος από τους άλλους. Είχε σπουδαίο ποδοσφαιρικό μυαλό, είχε το δικό του στυλ, ήταν ήδη πολύ επιτυχημένος πριν έρθει στον ΠΑΟΚ, έχοντας κατακτήσει το πρωτάθλημα τόσο στην παλιά ενωμένη Γιουγκοσλαβία, όσο και στην Ελβετία. Η συμβολή του στην πρόκρισή μας επί της Μαλίν ήταν καταλυτική. Ο Λιούπκο Πέτροβιτς είχε καλές σκέψεις για το ποδόσφαιρο, ήταν πετυχημένος προπονητής, έχοντας κατακτήσει με τον Ερυθρό Αστέρα το κύπελλο πρωταθλητριών. Αλλά κι αυτός δεν μακροημέρευσε στον ΠΑΟΚ. Ο Ολεγκ Μπλαχίν ήταν ωραίος άνθρωπος. Αυτό, βέβαια, που έχω κυρίως να θυμάμαι από αυτόν ήταν ότι όταν έπαιζε μαζί μας στις προπονήσεις, ήταν καλύτερος από εμάς! Εκείνο το αριστερό του πόδι ήταν ‘δηλητήριο’! Οσο για τον Αρι Χάαν, για εμένα ήταν ο μεγάλος πρωταγωνιστής και από τους καλύτερους προπονητές, που γνώρισα στον ΠΑΟΚ. Μεγάλη φυσιογνωμία, έμαθα πολλά απ’ εκείνον. Δούλευε πάρα πολύ για την ομάδα, όταν ήταν να βγάλει την ενδεκάδα έκανε ένα σωρό σχέδια, δοκιμάζοντας πολλές διαφορετικές εκδοχές. Ο Ντράγκαν Κοκότοβιτς κάθισε στον πάγκο για μικρό χρονικό διάστημα, είχε το στυλ του Πέτροβιτς. Ο Γκίντερ Μπένγτσον ήταν της σουηδικής σχολής, ήθελε δυνατό παιχνίδι και πολύ τρέξιμο. Ολοι οι προπονητές, που συνεργάστηκα μαζί τους στον ΠΑΟΚ, ήταν καλοί άνθρωποι. Μπορούσες να συζητήσεις μαζί τους, απ’ όλους πήρα κάτι. Υπήρξαν κι άλλοι, που είχαν, λίγο-πολύ, τον τίτλο του υπηρεσιακού προπονητή, όπως ήταν οι Σταύρος Σαράφης, Χρήστος Τερζανίδης, Γιάννης Γούναρης και Μιχάλης Μπέλλης. Εγώ αισθάνομαι ευγνώμων απέναντι σ’ όλους αυτούς τους ανθρώπους, με είχαν από κοντά τους και τους ευχαριστώ».
«ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΙΝΩ»
«Το Δεκέμβριο του 1996 έληγε το συμβόλαιο μου, έχοντας συμπληρώσει οχτώ χρόνια στην ομάδα. Ηθελα να παραμείνω για ακόμη ένα ή δύο χρόνια, όμως η ομάδα, με προπονητή τότε τον Χρήστο Αρχοντίδη, δεν επιθυμούσε την ανανέωση της συνεργασίας μας. Αλλά, εντάξει, αυτά είναι πράγματα, που συμβαίνουν στο ποδόσφαιρο. Πήγα στον Εδεσσαϊκό με την προοπτική να μείνω για δύο χρόνια, τα πράγματα, όμως, εξελίχθηκαν διαφορετικά. Επαιξα για έξι μήνες και, σίγουρα, δεν ήταν από τις καλές περιόδους στην καριέρα μου. Είχα παίξει και αντίπαλος του ΠΑΟΚ, είχα αισθανθεί πολύ περίεργα. Δεν είχα νιώσει καθόλου καλά. Το καλοκαίρι του 1997 επέστρεψα στην Αυστραλία».
*Σχεδόν ένα χρόνο πριν ενταχθεί στον ΠΑΟΚ, ο Αναστασιάδης είχε ταξιδέψει με την αποστολή της εθνικής Αυστραλίας στη Χιλή, όπου είχε συμμετάσχει στο παγκόσμιο πρωτάθλημα νέων Κ-20. Η Αυστραλία είχε βρεθεί στον ίδιο όμιλο με τη Γιουγκοσλαβία των Ζβόνιμιρ Μπόμπαν και Νταβόρ Σούκερ, η οποία είχε κατακτήσει το τρόπαιο.