Οι επιθετικοί είναι σαν ένα γυάλινο μπουκάλι με κέτσαπ. Μπορεί να χτυπάς, να χτυπάς, να χτυπάς και να μην βγαίνει σταγόνα. Κι εκεί που το έχεις παρατήσει ξαφνικά να χυθεί με μιας όλο μαζί και να μην μπορείς να το σταματήσεις.
Στην περίπτωση μας, ο ΠΑΟΚ έχει μείνει ακόμα στο… χτύπημα. Την γεύση του κέτσαπ δεν έχει δει δοκιμάσει ακόμα. Κι όσο περισσότερο αργεί να το δει να βγαίνει το μπουκάλι, τόσο εξαντλείται και η υπομονή του.
Διότι ο Δικέφαλος δεν πήγε στο σούπερ μάρκετ για να πάρει ένα φτηνό μπουκάλι με σάλτσα ντομάτας, αλλά κυριολεκτικά… ξεπαραδιάστηκε για να αποκτήσει ένα «κομμάτι» συλλεκτικής αξίας. Κι όσο το βλέπει να μην δικαιολογεί την τεράστια επένδυση προς το πρόσωπο του, τόσο περισσότερο προβληματίζεται.
Ο Μίρκο Αντόνιο Τσόλακ δεν παρουσιάστηκε αιφνιδιαστικά μια μέρα στην ζωή του ΠΑΟΚ. Ο σύλλογος ήξερε από καιρό ότι ο Τσούμπα Άκπομ βρισκόταν ψυχή τε και σώματι στην Αγγλία, η επιστροφή του στο νησί ήταν απλώς θέμα χρόνου. Στην προεργασία που έκανε για την απόκτηση σέντερ-φορ, ο Κροάτης επιθετικός ήταν ίσως ο μόνος που έβρισκε απόλυτα σύμφωνο τόσο τον Όλαφ Ρέμπε, όσο και τον Αμπέλ Φερέιρα, διότι συγκέντρωνε όλα τα χαρακτηριστικά που έψαχναν από ένα «εννιάρι».
Με την φανέλα της Ριέκα, ο Τσόλακ ήταν ο πιο συνεπής και σταθερός σκόρερ του κροατικού πρωταθλήματος την τελευταία τριετία (51 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις αυτό το διάστημα), είχε ηγετικά χαρακτηριστικά, είχε την σωματοδομή που του επέτρεπε να κυριαρχεί εντός περιοχής, αλλά και συνάμα την ικανότητα να παίζει συνδυαστικό ποδόσφαιρο εκτός αυτής. Όλα αυτά ήταν καταγεγραμμένα, δεν ήταν στο μυαλό των ανθρώπων του ΠΑΟΚ.
Ένας σέντερ-φορ με εικόνες και παραστάσεις, σε γόνιμη ηλικία (27), που προερχόταν από συνεχόμενες παραγωγικές σεζόν και ο οποίος βρισκόταν σταθερά στον προθάλαμο της φιναλίστ του τελευταίου Παγκοσμίου Κυπέλλου της Εθνικής Κροατίας.
Ο Τσόλακ έμοιαζε με μία «σίγουρη» και εγγυημένη περίπτωση χαμηλού ρίσκου, πολύ πιο χαμηλού από αυτό με τον Αλεξάντερ Πρίγιοβιτς, ο οποίος άλλαζε ομάδες σαν τα πουκάμισα, του Τσούμπα Άκπομ που δεν αριθμούς γκολ που να δικαιολογούν σέντερ-φορ ή του Κάρολ Σβιντέρσκι, ο οποίος δεν ήταν καθαρό εννιάρι και δεν είχε παίξει πουθενά αλλού πλην μιας επαρχιακής πολωνικής ομάδας.
Μία ακόμα απόδειξη ότι στο ποδόσφαιρο τίποτα δεν είναι δεδομένο. Οι προηγούμενες αποδόσεις, δεν διασφαλίζουν τις μελλοντικές. Η θεωρία απέχει από την πράξη. Το σίγουρο είναι ότι ο Τσόλακ της Ριέκα δεν έχει καμία σχέση με τον Τσόλακ του ΠΑΟΚ κι αυτό κοστίζει πολύ ακριβά στον Δικέφαλο.
ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ ΤΟΥ ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΟΥΝ
Οι αριθμοί πιστοποιούν αυτό που βλέπουμε όλοι. Ο Τσόλακ κάνει κακή χρονιά. Ήρθε ντεφορμέ. Ένας παίκτης που βγήκε πέρσι πρώτος σκόρερ στο κροατικό πρωτάθλημα, είχε μείνει άκαπνος στα 4 πρώτα επίσημα παιχνίδια της σεζόν με την Ριέκα. Σε 976 αγωνιστικά λεπτά φέτος σε όλες τις διοργανώσεις, έχει σκοράρει μόνο μία φορά κι αυτή από το σημείο του πέναλτι, ένας απογοητευτικός απολογισμός για κάθε σέντερ-φορ.
Στην Ευρώπη ξεκίνησε 5 φορές στην αρχική ενδεκάδα (326 λεπτά) και σε όλα τα ματς έγινε αλλαγή, έχοντας συνολικά μόλις τέσσερις τελικές (η μία προς την εστία) και 42/63 εύστοχες μεταβιβάσεις (68%).
Στην Super League έχει ξεκινήσει 3 φορές (άλλες 5 μπήκε ως αλλαγή, συνολικά 325 λεπτά), μετρά μόλις δύο γεμάτα 90λεπτα (με Βόλο και ΑΕΚ) και μετρά 13 τελικές (οι 8 προς την εστία) και μετρά 73,9% στις μεταβιβάσεις.
Ωστόσο, δεν έχει δώσει κάποια ασίστ και έχει μερικά πολύ ανησυχητικά νούμερα. Έχει υποπέσει σε 21 φάουλ σε 651 λεπτά συμμετοχής (ασύλληπτο) και έχει βγει οφσάιντ άλλες 8 φορές! Εν ολίγοις, όχι μόνο δεν σκοράρει, όχι μόνο δεν συμμετέχει ενεργά στο συνδυαστικό παιχνίδι (μόλις δύο ντρίμπλες και 8 κερδισμένα φάουλ), αλλά καταστρέφει περισσότερες φάσεις από όσες φτιάχνει. Όλοι οι αριθμοί του είναι απογοητευτικοί, ο Κροάτης πραγματικά δεν έχει προσφέρει τίποτα φέτος.
ΤΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΦΤΑΙΕΙ;
Δεν είναι κάποιο «παιδάκι» που βγήκε για πρώτη φορά από την χώρα του και… λιποθύμησε, ούτε κάποιος που έκανε ένα μεγάλο συμβόλαιο και… άραξε. Ο Κροάτης έχει μάθει να παλεύει σε δύσκολες συνθήκες και να αποδεικνύει ποιος είναι, σε πολύ πιο ανταγωνιστικό περιβάλλον, όπως αυτό της Bundesliga. Δεν νιώθει μοναξιά, δεν δείχνει να έχει πρόβλημα προσαρμογής, μένει με την κοπέλα του, έχει ενταχθεί στους ρυθμούς και την ζωή της Θεσσαλονίκης και του συλλόγου, το πρόβλημα δείχνει να είναι καθαρά θέμα φόρμας, ψυχολογίας και χημείας με την υπόλοιπη ομάδα.
Δεν είναι ότι δεν προσπαθεί, είναι ότι δεν του βγαίνει. Η ίδια εικόνα που βγαίνει στο γήπεδο, βγαίνει και στις προπονήσεις. Ένας παίκτης που έχει χάσει την εμπιστοσύνη στα πατήματα του, στα τελειώματα του, ένας παίκτης που έχει μπλοκάρει νοητικά και ο οποίος δεν μπορεί να κάνει ούτε τα αυτονόητα (κοντρόλ, κερδισμένες μονομαχίες, τοποθετήσεις, τελειώματα). Οι περισσότερες επιλογές του είναι αγχωμένες, βιαστικές, ψάχνοντας το γκολ τελειώνει φάσεις υπό δύσκολες συνθήκες, δίχως να χρειάζεται, ενώ μπαίνει άτσαλα σχεδόν σε όλες τις φάσεις με αποτέλεσμα να κάνει πολλά φάουλ και να βγαίνει πολλές φορές οφσάιντ. Ο Τσόλακ το θέλει πολύ, αλλά… δεν. Πάνω που βρήκε σταθερή θέση στην Εθνική Κροατίας (σε καλοκαίρι Euro) δεν αποδίδει στην ομάδα του κι αυτό τον τρελαίνει. Έχει πίστη στις δυνατότητες του, νιώθει ότι μπορεί να το «γυρίσει», όμως η πίεση που νιώθει είναι πλέον κάθε μέρα και μεγαλύτερη.