Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Ούτε οι τρεις ήττες μετά από μία αήττητη σεζόν. Ούτε η πρώτη ήττα από τον Ολυμπιακό μετά από τρία χρόνια. Ούτε το πρώτο ματς στην Τούμπα δίχως γκολ από το 2017. Το ρόστερ δεν αλλάζει, το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω, οι αστοχίες δεν διορθώνεται. Το μόνο που μπορεί να σώσει την χρονιά είναι η αυθεντική, η γνήσια ΠΑΟΚτσήδικη τρέλα.
Να, από εδώ τα λέγαμε τέτοια μέρα πριν από μία εβδομάδα. Αποδείχθηκε όμως ότι τσάμπα τα λέγαμε. Εμείς τα γράφαμε, εμείς τα διαβάζαμε. Υπενθυμίζω για αυτούς που πιθανώς πήραν απουσία: «Αν ήμουν ο Αμπέλ και έπρεπε να κάνω ανάλυση τακτικής μέσω βίντεο, θα έδινα εντολή στους μοντέρ μου, να μου κόψουν τρεις πολύ συγκεκριμένες φάσεις. Όλες από το περσινό 3-1. Όχι, δεν πρόκειται για τα γκολ. Θα του ζητούσα να μου κόψει εκείνη την τσουλήθρα αυτοθυσίας του Αντελίνο Βιεϊρίνια για να κόψει τον Τοροσίδη εκεί κάπου κοντά στο σημαιάκι κάπου στην επανάληψη. Εκείνο το τάκλιν με χίλια του Φερνάντο Βαρέλα που όρμησε στην μπάλα σε μία φάση στο κέντρο του γηπέδου λες και ήθελε να πάρει την… ζωή του Ντάνιελ Ποντένσε και τελικά όχι μόνο δεν του έκανε φάουλ, αλλά του πήρε και το πλάγιο! Κι εκείνο το ψαλίδι του Λέο Μάτος που έκανε τον Ποντένσε να φοβηθεί και να πετάξει την μπάλα πάνω στο πόδια του.
Κυρίως όμως θα του ζητούσα να μου εστιάσει στους πανηγυρισμούς τους, μετά από τις τρεις αυτές κερδισμένες μάχες. Να μου δώσει την έκφραση στα πρόσωπα τους. Τα ουρλιαχτά τους. Τις σφιγμένες γροθιές τους. Αυτές οι τρεις φάσεις ήταν οι σημαντικότερες του περσινού ντέρμπι».
Ο λόγος που ο Ολυμπιακός πέρασε νικηφόρα από την Τούμπα δεν ήταν το αυτογκόλ του Γιαννούλη, που ήταν μία άτυχη στιγμή καραμπόλας, που μπορεί να συμβεί όταν η μπάλα δεν σε θέλει. Προέρχεται από την κούρσα 50 μέτρων του Τσιμίκα, ο οποίος πέρασε σαν σταματημένος τρεις παίκτες πριν σουτάρει εντός περιοχής. Κανείς δεν έβαλε το κορμί του για να τον τζαρτζάρει. Κανείς δεν του έκανε ένα… επαγγελματικό φάουλ. Κανείς δεν του έριξε μία κλωτσιά -στο πλαίσιο του αθλητικού πάντα- για να του ανακόψει την πορεία.
«Έτυχε», θα πει κάποιος. Όχι, δεν έτυχε. Στο πρώτο ημίχρονο ο ίδιος παίκτης είχε άλλες δύο τέτοιες ανενόχλητες κατεβασιές, που απλώς δεν μετουσιώθηκαν σε γκολ. Αν κάποιος είχε ξοδέψει ένα γερό φάουλ, αν κάποιος τον είχε κάνει να αισθανθεί αυτή την κατεβασιά, τότε η κούρσα στο γκολ μπορεί να μην ερχόταν ποτέ.
Σε ένα ντέρμπι που έπαιζε για την ζωή του, ο ΠΑΟΚ τελείωσε την αναμέτρηση χωρίς ούτε μία κίτρινη κάρτα! Έκανε λιγότερα από τα μισά φάουλ (13 έναντι 27) από τους παίκτες του Ολυμπιακού που δεν μάσησαν και ήρθαν με το μαχαίρι στα δόντια. Διότι τα ντέρμπι θέλουν και διαχείριση. Πονηριά. Πρέπει να σκαρφιστείς ένα τρόπο για να πάρεις τον αέρα του αντιπάλου και την ενέργεια του ματς. Πρέπει να τον κάνεις να σε νιώσει. Να σε φοβηθεί. Θέλει καπατσοσύνη, νεύρο και καλώς εννοούμενη μαγκιά στο γρασίδι.
Σε όλα αυτά ο ΠΑΟΚ της Κυριακής αποδείχθηκε μαλακός σαν βούτυρο. Ελλειμματικός. Οι περισσότερες μονομαχίες 50-50 ήταν χαμένες από χέρι. Τα πόδια δεν έμπαιναν γερά στην φωτιά. Σαν να έλειπε η φλόγα, η τρέλα, το πάθος, το βλέμμα του… τρελού που σου προκαλεί η ασιτία από τίτλους. Ο ΠΑΟΚ έπαιζε λες και ήταν χορτάτος, λες και περίμενε τον αντίπαλο να τον προσκυνήσει. Δυστυχώς όμως δεν είχε τίποτα από αυτά που απαιτούν τέτοια ντέρμπι. Ούτε μαγκιά, αλλά ούτε και ποιότητα. Ούτε κάποιο τακτικό πλάνο υπεροχής, αλλά ούτε και ψυχολογία νικητή. Η ήττα του ήταν δίκαιη.
Το χάιδεμα δεν οδηγεί κάπου. Χρειάζεται αυστηρότητα, αλλά και σύνεση μαζί. Δεν υπάρχει λόγος για ισοπέδωση ή αφορισμούς. Μόνο η σκληρή αυτοκριτική σε βοηθάει να γίνεις καλύτερος και να ξεκολλήσεις το κάρο από την λάσπη, οι φτηνές δικαιολογίες είναι για τον παλιό ΠΑΟΚ, όχι τον σημερινό, τον πρωταθληματικό…
ΠΡΙΝ ΕΙΝΑΙ ΑΡΓΑ
Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε μία συνοικία της Αθήνας, την εποχή της γιγάντωσης του μπάσκετ, στα τέλη των 80’s. Πηγαίναμε παντού. Την στήναμε από έξω και πάντα σκαρφιζόμασταν κάποιο τρόπο να μπούμε μέσα κούτρα.
Όταν λέμε παντού, εννοούμε παντού. Στην κλειστό της Αρτάκης στην Νέα Σμύρνη για να δούμε τον τρομερό Πανιώνιο. Στο Μετς για το Παγκράτι. Στην Α2 με τον Πρωτέα. Σπόρτινγκ. Ότι υπήρχε. Μία φορά ο αείμνηστος ο Παύλος είδε τόσο κόσμο να τον παρακαλάει να τους βάλει μέσα, που έδωσε εντολή να ανοίξουν οι πόρτες. Θαρρώ ήταν ένα ματς που έκρινε πρόκριση Final-4, νομίζω με την Μπάκλερ Μπολόνια. Η -χωρίς καρέκλες στα πέταλα- Γλυφάδα, χωρούσε μετά βίας 3,500, εκείνο το βράδυ πρέπει να είχε τουλάχιστον 8.000, είδα έναν τύπο να βγάζει δύο ώρες κρεμασμένος από ένα παράθυρο! Νόμιζα ότι θα σκάσω, δεν είχα αέρα. Εκείνο το βράδυ σιχάθηκα το στριμωξίδι, η κούτρα τελείωσε για μένα.
Η Τούμπα θα πρέπει να είχε πάνω από 35.000 κόσμο τις προάλλες. Διάδρομοι δεν φαίνονταν. Όλοι ξέρουμε πως μπήκαν. Σκαρφάλωμα, μπουλούκι στα τουρνικέ, εισιτήρια που πετάγονται ξανά πίσω με κάνα δίφραγκο για βαρίδι.
Μόνο που δεν είναι αστείο. Είναι επικίνδυνο. Είναι πολύ επικίνδυνο. Είναι πάρα πολύ επικίνδυνο.
Δεν αξίζει. Ούτε από τον ΠΑΟΚ, ούτε από αυτούς που χωρίς να χαμπαριάζουν, παίζουν κόρωνα – γράμματα την ζωή τους. Θα γίνει κακό. Και μετά θα κλαίμε όλοι με μαύρο δάκρυ.