Πριν από οτιδήποτε άλλο, μία απαραίτητη διευκρίνιση. Ακόμα κι αν δεν πατήσει παρκέ ποτέ ξανά στην ζωή του, ακόμα κι αν οι ομάδες του δεν κερδίσουν ούτε ένα ματς ξανά στην ιστορία του μπάσκετ, ο Γιάννης Αντετοκούνμπο είναι και θα είναι no matter what (που λένε και στο χωριό μου) ένας αυθεντικός νικητής της ζωής.
Θα είναι αυθεντικός νικητής της ζωής, όχι μόνο γιατί ξεκίνησε από το μηδέν, με όλα τα προγνωστικά εναντίον του και έφτασε στην κορυφή του κόσμου, αλλά κυρίως διότι σε όλη αυτή την διαδρομή του, δεν αλλοιώθηκε ποτέ. Διατήρησε την ακεραιότητα του χαρακτήρα του, το ήθος, την ευπρέπεια, την καλοσύνη, την ευγένεια, την πραότητα, κι αυτό φαίνεται σε κάθε του βήμα, σε κάθε του λέξη.
Κέρδισε το δικαίωμα να αποτελεί πρότυπο εργατικότητας, συνέπειας, εξέλιξης, προόδου, κέρδισε το δικαίωμα να αποτελεί έναν φωτεινό φάρο για τα νέα παιδιά.
Δεν παύει όμως να αποτελεί έναν άνθρωπο με γήινες αδυναμίες, που καμιά φορά κατακλύζεται από το συναίσθημα και χάνει την καθαρή οπτική των πραγμάτων. Συμβαίνει σε όλους, το αντίθετο θα ήταν εξωπραγματικό.
Οι δηλώσεις του περί «επιτυχίας» και «αποτυχίας» στον ομαδικό αθλητισμό έτυχαν αποθεωτικής αποδοχής σε όλο τον πλανήτη, κυρίως σε αυτούς που το ζουν από μέσα, από παίκτες, προπονητές, ατζέντηδες, προπονητικά επιτελεία.
Είναι πολύ λογικό. Όλοι τους, θα ήθελαν να μην υφίσταται αποτυχία στο αντικείμενο της εργασίας τους, τουτέστιν μηδενική πίεση, άγχος, απαιτήσεις. Μόνο που δεν είναι ακριβώς έτσι.
Διότι δεν μιλάμε για ερασιτεχνικό αθλητισμό, όπου κάθε ένας αθλείται για την πάρτη του, για το σώμα του, για την ψυχή του, για το μεράκι και το κέφι του.
Μιλάμε για επαγγελματικό αθλητισμό. Μία… δουλειά. Μία δουλειά, που ανάλογα με το αποτέλεσμα υπάρχει και η ανάλογη επιβράβευση.
Αν δεν υπήρχε η επιτυχία, ο Γιάννης δεν θα έφτανε να έχει αυτό το πλουσιοπάροχο συμβόλαιο που κέρδισε με τον ιδρώτα του.
Αν δεν υπάρχει αποτυχία, τότε ο Γιάννης είναι σαν να ακυρώνει τις νίκες του, τους τίτλους του, τα δαχτυλίδια του πρωταθλητή. Τότε για ποιο λόγο παίζουν όλοι; Τι ακριβώς κυνηγούν;
Σίγουρα ο ομαδικός αθλητισμός δεν είναι ζήτημα ζωής και θανάτου (ο Μπιλ Σάνκλι ίσως να διαφωνεί από εκεί ψηλά), μα έχει κάθε φορά νικητές και ηττημένους. Κι αυτή η σούμα, είναι αυτή που ανανεώνει τα κύτταρα, τα κίνητρα, την όρεξη, το καύσιμο για την επόμενη ημέρα.
Για να μπορέσεις να κάνεις μία δίκαιη αξιολόγηση πρέπει πάντα να θυμάσαι την αφετηρία, από που ξεκίνησες. Θα πρέπει να είσαι σε θέση να αξιολογήσεις τον ανταγωνισμό, αλλά και την εσωτερική πρόοδο σε όλη αυτή την διαδρομή.
Λίγο πριν το φινάλε της φετινής του διαδρομής, ο ΠΑΟΚ έφτασε να παίζει όλη του την χρονιά σε δύο βραδιές. Δεν τρύπησε το ταβάνι του, μα δεν απογοήτευσε κιόλας.
Σε μία μεταβατική σεζόν, με ανανέωση, με το τρίτο μεγαλύτερο μπάτζετ εντός συνόρων, με ένα πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα πρότζεκτ, με το ευρωπαϊκό ναυάγιο να ναρκοθετεί την χρονιά με το «καλημέρα», ο ΠΑΟΚ κατάφερε να αντέξει τις τρικυμίες και τις αναποδιές, στάθηκε στα πόδια του, εξελίχθηκε, έπαιξε ελκυστικό ποδόσφαιρο σε μεγάλο διάστημα, εξέλιξε παίκτες, δημιούργησε ηγέτες, έβγαλε σταθερές, έφτιαξε αναγνωρίσιμο ύφος και ταυτότητα στο γήπεδο και μία ισχυρή βάση για το μέλλον. Δεν είναι και λίγα. Δεν αρκούν όμως για να νιώσει κάποιος χορτάτος.
Όπως αποδείχθηκε, ο ΠΑΟΚ δεν ήταν έτοιμος για να κάνει σκληρό πρωταθλητισμό, όπως αυτός γίνεται στην Ελλάδα. Δεν είναι το απαιτούμενο ποιοτικό βάθος, τον σεβασμό από την διαιτησία, αλλά και την ωριμότητα ως σύνολο για να πάει με το πόδι πατημένο στο γκάζι ως το τέλος.
Αν ο ΠΑΟΚ έπαιρνε το πρωτάθλημα, θα ήταν η απόλυτη υπέρβαση. Αν έβγαινε δεύτερος θα ήταν ήδη επιτυχημένος. Αν έβγαινε τρίτος και χωρίς κύπελλο, θα δεν θα ήταν ούτε επιτυχημένος, ούτε αποτυχημένος, θα ήταν κάτι προβλεπόμενο. Οντας τέταρτος και αν χάσει το κύπελλο, θα είναι μία αποτυχημένη σεζόν. Τόσο απλά, τόσο ωμά…